Ελληνικά » Γερμανικά

I . επώνυμ|ος <-η, -ο> [ɛˈpɔnimɔs] ΕΠΊΘ

1. επώνυμος (έγγραφο):

επώνυμος

2. επώνυμος (ρούχο, εμπόρευμα):

επώνυμος
Marken-
Markenware θηλ
Markenartikel αρσ πλ
Markenkleidung θηλ ενικ

II . επώνυμ|ος <-η, -ο> [ɛˈpɔnimɔs]

επώνυμος
m/f
επώνυμος (διάσημο άτομο)
επώνυμος (φημισμένος) αρσ
επώνυμος (διάσημος) αρσ
Prominenter αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский