Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευγένεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευγένεια [ɛvˈjɛnia] SUBST θηλ

1. ευγένεια (στους τρόπους, με λίγη τυπικότητα):

ευγένεια
Höflichkeit θηλ

2. ευγένεια (στη συμπεριφορά, με προθυμία):

ευγένεια

3. ευγένεια (καταγωγής, αισθημάτων, ιδανικών κτλ):

ευγένεια
Adel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский