Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ευπρεπής , ευπρεπίζω , θηλυπρεπής , ευπρόσωπος και ευπρέπεια

ευπρεπ|ής <-ής, -ές> [ɛfprɛˈpis] ΕΠΊΘ

1. ευπρεπής (εμφάνιση):

2. ευπρεπής (συμπεριφορά):

I . ευπρεπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛfprɛˈpizɔ] VERB μεταβ

1. ευπρεπίζω (δωμάτιο κτλ):

2. ευπρεπίζω (την εμφάνιση, τα μαλλιά):

II . ευπρεπίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

ευπρόσωπ|ος <-η, -ο> [ɛfˈprɔsɔpɔs] ΕΠΊΘ

θηλυπρεπ|ής <-ής, -ές> [θiliprɛˈpis] ΕΠΊΘ

1. θηλυπρεπής (γυναικείος):

2. θηλυπρεπής μειωτ:

ευπρέπεια [ɛfˈprɛpia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский