Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευρύτητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευρύτητα [ɛˈvritita] SUBST θηλ

1. ευρύτητα (πλάτος):

ευρύτητα
Weite θηλ

2. ευρύτητα (έκταση: γνώσεων κτλ):

ευρύτητα
Umfang αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский