Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εφαρμόζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εφαρμό|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛfarˈmɔzɔ] VERB μεταβ

1. εφαρμόζω (χρησιμοποιώ στην πράξη):

εφαρμόζω

2. εφαρμόζω (εκτελώ):

εφαρμόζω

II . εφαρμό|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛfarˈmɔzɔ] VERB αμετάβ

1. εφαρμόζω (ταιριάζω: σακάκι κτλ):

εφαρμόζω

2. εφαρμόζω (ταιριάζω μέσα):

εφαρμόζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский