Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηλεκτρικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ηλεκτρικό [ilɛktriˈkɔ] SUBST ουδ (ρεύμα)

ηλεκτρικό
Strom αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ηλεκτρικό

ηλεκτρικό μηχάνημα
ηλεκτρικό φορτίο
ηλεκτρικό τρυπάνι
ηλεκτρικό πεδίο
ηλεκτρικό μηδέν
ηλεκτρικό γκριλ
ηλεκτρικό δίκτυο
Stromnetz ουδ
ηλεκτρικό μάτι
Kochplatte θηλ
ηλεκτρικό δυναμικό
ηλεκτρικό δράπανο
ηλεκτρικό φίλτρο
Elektrofilter αρσ o ουδ
ηλεκτρικό καλώδιο
Stromkabel ουδ
ηλεκτρικό δίπολο
ηλεκτρικό μαχαίρι
ηλεκτρικό κύκλωμα
Stromkreis αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский