Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θέρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θέρος1 [ˈθɛrɔs] SUBST αρσ

1. θέρος (θερισμός):

θέρος
Ernte θηλ

2. θέρος (εποχή του θερισμού):

θέρος
Erntezeit θηλ

θέρος2 [ˈθɛrɔs] SUBST ουδ

θέρος
Sommer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский