Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θεληματικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θεληματικ|ός <-ή, -ό> [θɛlimatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. θεληματικός (εκούσιος):

θεληματικός

2. θεληματικός (σκόπιμος):

θεληματικός

3. θεληματικός (αποφασιστικός):

θεληματικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский