Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θυμιατίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θυμιατί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [θimɲaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. θυμιατίζω ΘΡΗΣΚ:

θυμιατίζω

2. θυμιατίζω μτφ:

θυμιατίζω κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με θυμιατίζω

θυμιατίζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский