Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θυμώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . θυμώ|νω <-σα, -μένος> [θiˈmɔnɔ] VERB μεταβ (εξοργίζω)

θυμώνω

II . θυμώ|νω <-σα, -μένος> [θiˈmɔnɔ] VERB αμετάβ (εξοργίζομαι)

θυμώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский