Ελληνικά » Γερμανικά

θωπευτικ|ός <-ή, -ό> [θɔpɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. θωπευτικός (χαϊδευτικός):

2. θωπευτικός (κολακευτικός):

κηπευτική [cipɛftiˈci] SUBST θηλ

ιππευτικ|ός <-ή, -ό> [ipɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

κηπευτικ|ός <-ή, -ό> [cipɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

θωπεία [θɔˈpia] SUBST θηλ (χάδι)

θρησκευτικά [θriscɛftiˈka] SUBST ουδ πλ ΣΧΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский