Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ιδρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ιδρώ|νω <-σα, -μένος> [iˈðrɔnɔ] VERB αμετάβ

2. ιδρώνω (αρχίζω να ιδρώνω):

ιδρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский