Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάθαρση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάθαρσ|η <-εις> [ˈkaθarsi] SUBST θηλ

1. κάθαρση (καθάρισμα):

κάθαρση
Reinigung θηλ

2. κάθαρση (εξαγνισμός):

κάθαρση
Läuterung θηλ

3. κάθαρση:

κάθαρση ΨΥΧ, ΛΟΓΟΤ
Katharsis θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κάθαρση

περιτοναϊκή κάθαρση ΙΑΤΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский