Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάργα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάργα [ˈkarɣa] ΕΠΊΡΡ

1. κάργα οικ (πολύ γεμάτα):

κάργα
η αίθουσα ήταν κάργα

2. κάργα (σφιχτά):

κάργα

Παραδειγματικές φράσεις με κάργα

η αίθουσα ήταν κάργα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский