Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάτασπρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάτασπρ|ος <-η, -ο> [ˈkatasprɔs] ΕΠΊΘ

κάτασπρος
κάτασπρος από το φόβο

Παραδειγματικές φράσεις με κάτασπρος

κάτασπρος από το φόβο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский