Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθυστερημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθυστερημέν|ος <-η, -ο> [kaθistɛriˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. καθυστερημένος (πληρωμή, τρένο):

καθυστερημένος

2. καθυστερημένος (άνθρωπος: στην εξέλιξη):

καθυστερημένος

3. καθυστερημένος (ασυγχρόνιστος):

καθυστερημένος

Παραδειγματικές φράσεις με καθυστερημένος

καθυστερημένος τοκετός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский