Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλυτερεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καλυτερ|εύω <-ευσα [ή -εψα] > [kalitɛˈrɛvɔ] VERB μεταβ (κάνω καλύτερο)

καλυτερεύω

II . καλυτερ|εύω <-ευσα [ή -εψα] > [kalitɛˈrɛvɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι καλύτερος)

καλυτερεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский