Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καμάκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καμάκι [kaˈmaci] SUBST ουδ

1. καμάκι (ψαρικής):

καμάκι
Harpune θηλ

2. καμάκι οικ (μάγκας με ερωτικές βλέψεις):

καμάκι
Aufreißer αρσ
κάνω καμάκι σε κάποιον οικ

Παραδειγματικές φράσεις με καμάκι

κάνω καμάκι σε κάποιον οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский