Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταγγέλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατ|αγγέλλω <-άγγειλα [ή -ήγγειλα], -αγγέλθηκα, -αγγελμένος> VERB μεταβ

1. καταγγέλλω ΝΟΜ:

καταγγέλλω

2. καταγγέλλω (σύμβαση):

καταγγέλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский