Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταδέχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καταδέχ|ομαι <-τηκα> [kataˈðɛxɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

καταδέχομαι να κάνω κάτι

II . καταδέχ|ομαι <-τηκα> [kataˈðɛxɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με καταδέχομαι

καταδέχομαι να κάνω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский