Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατακλέβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατακλέ|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [kataˈklɛvɔ] VERB μεταβ (σπίτι)

κατακλέβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский