Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κολοβός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κολοβ|ός <-ή, -ό> [kɔlɔˈvɔs] ΕΠΊΘ

1. κολοβός (κομμένος στην ουρά, στο τέρμα):

κολοβός

2. κολοβός (ακρωτηριασμένος):

κολοβός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский