Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοπιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοπιά|ζω <-σα> [kɔˈpçazɔ] VERB μεταβ

1. κοπιάζω (δίνω προσπάθεια και κουράζομαι):

κοπιάζω

2. κοπιάζω (έχω δυσκολίες):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский