Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κορεσμό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κορσές και κορμί

κορμί [kɔrˈmi] SUBST ουδ

κορσ|ές <-έδες> [kɔrˈsɛs] SUBST αρσ

1. κορσές (από το στήθος και κάτω, ελαφρύς):

Torselett ουδ
Korselett ουδ

2. κορσές (κλασικός, σφιχτός):

Korsett ουδ

3. κορσές (από τη μέση και κάτω: σφιχτός):

Korsett ουδ

4. κορσές (από τη μέση και κάτω: ελαφρύς):

Miederhose θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский