Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κορνίζα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κορνίζα [kɔrˈniza] SUBST θηλ

1. κορνίζα (πλαίσιο):

κορνίζα
Rahmen αρσ

2. κορνίζα (σε οικοδόμημα):

κορνίζα
Sims αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский