Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουμπάρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουμπάρ|ος (-α) [kumˈbar|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. κουμπάρος (παράνυμφος):

κουμπάρος (-α)
Trauzeuge αρσ (Trauzeugin) θηλ

2. κουμπάρος (ανάδοχος):

κουμπάρος (-α)
Pate αρσ (Patin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский