Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουτρουβαλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουτρουβαλ|ώ <-άς, -ησα> [kutruvaˈlɔ] VERB αμετάβ

1. κουτρουβαλώ (κάνω τούμπες):

κουτρουβαλώ

2. κουτρουβαλώ (πέφτω, κυλώ προς τα κάτω):

κουτρουβαλώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский