Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουτσομπολεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουτσομπολ|εύω <-εψα> [kutsɔmbɔˈlɛvɔ] VERB μεταβ

κουτσομπολεύω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский