Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κρένο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κρένο [ˈkrɛnɔ] SUBST ουδ

κρένο
Meerrettich αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский