Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „非法占有“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κριθαράκι [kriθaˈraci] SUBST ουδ

1. κριθαράκι ΜΑΓΕΙΡ:

κριθαράκι

2. κριθαράκι (βλεφάρου):

κριθαράκι
Gerstenkorn ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский