Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κτήση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κτήσ|η <-εις> [ˈktisi] SUBST θηλ

1. κτήση (απόκτηση):

κτήση
Erwerb αρσ
άμεση κτήση
Direkterwerb αρσ
Rechtserwerb αρσ

2. κτήση (ιδιοκτησία):

κτήση
Besitz αρσ
in jds Besitz δοτ sein

Παραδειγματικές φράσεις με κτήση

άμεση κτήση
καλόπιστη κτήση ΝΟΜ
in jds Besitz δοτ sein

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский