Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κυματί|ζω <-σα> [cimaˈtizɔ] VERB μεταβ (μαντήλια)

II . κυματί|ζω <-σα> [cimaˈtizɔ] VERB αμετάβ (σημαία, μαλλιά)

κυματίζω

Παραδειγματικές φράσεις με κυματίζω

κυματίζω ένα μαντήλι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский