Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λάσπη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λάσπη [ˈlaspi] SUBST θηλ

1. λάσπη (χώμα και νερό):

λάσπη
Schlamm αρσ
κόβω λάσπη

2. λάσπη (από χιόνι):

λάσπη
Schneematsch αρσ

3. λάσπη (πηλός):

λάσπη
Lehm αρσ

4. λάσπη (κονίαμα):

λάσπη
Mörtel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με λάσπη

κόβω λάσπη οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский