Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λανσάρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λανσάρισμα [lanˈsarizma] SUBST ουδ

λανσάρισμα
το λανσάρισμα ενός προϊόντος

Παραδειγματικές φράσεις με λανσάρισμα

το λανσάρισμα ενός προϊόντος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский