Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λογαριάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λογαριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [lɔɣaˈri̯azɔ] VERB αμετάβ (κάνω λογαριασμό, υπολογίζω)

II . λογαριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [lɔɣaˈri̯azɔ] VERB μεταβ

2. λογαριάζω (συμπεριλαμβάνω):

λογαριάζω

3. λογαριάζω (συγκαταλέγω):

λογαριάζω σε

4. λογαριάζω (λαβαίνω υπόψη):

λογαριάζω

5. λογαριάζω (θεωρώ):

δεν τον λογαριάζω αντίπαλό μου

III . λογαριάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με λογαριάζω

λογαριάζω να έρθει αύριο
λογαριάζω να πάω στην Αθήνα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский