Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαντολίνο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαντολίνο [mandɔˈlinɔ] SUBST ουδ

1. μαντολίνο ΜΟΥΣ:

μαντολίνο
Mandoline θηλ

2. μαντολίνο (σκεύος κουζίνας):

μαντολίνο
Küchenreibe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский