Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεγαλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μεγαλώ|νω <-σα, -μένος> [mɛɣaˈlɔnɔ] VERB μεταβ

1. μεγαλώνω (μεγεθύνω):

μεγαλώνω

2. μεγαλώνω (ανατρέφω):

μεγαλώνω

3. μεγαλώνω (υπερβάλλω):

μεγαλώνω
μεγαλώνω

II . μεγαλώ|νω <-σα, -μένος> [mɛɣaˈlɔnɔ] VERB αμετάβ

1. μεγαλώνω (γίνομαι μεγάλος):

μεγαλώνω

2. μεγαλώνω (ενηλικιώνομαι):

μεγαλώνω

Παραδειγματικές φράσεις με μεγαλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский