Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μειοψηφώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μειοψηφ|ώ <-είς, -ησα> [miɔpsiˈfɔ] VERB αμετάβ

μειοψηφώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский