Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μελανιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μελανιά|ζω <-σα, -σμένος> [mɛlaˈɲazɔ] VERB μεταβ

II . μελανιά|ζω <-σα, -σμένος> [mɛlaˈɲazɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με μελανιάζω

μελανιάζω το μάτι κάποιου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский