Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεράκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεράκι [mɛˈraci] SUBST ουδ

1. μεράκι (σφοδρή επιθυμία):

μεράκι

2. μεράκι (λύπη):

μεράκι
Kummer αρσ
του έμεινε το μεράκι που

3. μεράκι (ζήλος):

μεράκι
Eifer αρσ

4. μεράκι (κέφι):

Παραδειγματικές φράσεις με μεράκι

του έμεινε το μεράκι που

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский