Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεστώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μεστώ|νω <-σα, -μένος> [mɛsˈtɔnɔ] VERB μεταβ (κάνω να ωριμάσει)

μεστώνω

II . μεστώ|νω <-σα, -μένος> [mɛsˈtɔnɔ] VERB αμετάβ

1. μεστώνω (γίνομαι ώριμος):

μεστώνω

2. μεστώνω μτφ (σωματικά, πνευματικά):

μεστώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский