Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταξουργός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταξουργός [mɛtaksurˈɣɔs] SUBST mf

1. μεταξουργός (εργάτης):

μεταξουργός
Seidenarbeiter(in) αρσ (θηλ)

2. μεταξουργός (βιομήχανος):

μεταξουργός
Seidenfabrikant(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский