Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μετοχικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μετοχικ|ός <-ή, -ό> [mɛtɔçiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μετοχικός ΧΡΗΜΑΤΟΠ (σχετικός με μετοχές):

μετοχικός
Aktien-

2. μετοχικός ΓΛΩΣΣ:

μετοχικός
Partizipial-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский