Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μετριάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μετριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɛtriˈazɔ] VERB μεταβ

1. μετριάζω (γενικά):

μετριάζω

2. μετριάζω (χαμηλώνω, ελαττώνω):

μετριάζω

3. μετριάζω (πόνο):

μετριάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский