Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μηχανεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μηχανεύ|ομαι <-τηκα> [mixaˈnɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (επινοώ με δόλιο τρόπο)

μηχανεύομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский