Ελληνικά » Γερμανικά

μονάκριβ|ος <-η, -ο> [mɔˈnakrivɔs] ΕΠΊΘ

μονάκριβος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский