Ελληνικά » Γερμανικά

μπαμπακένιος

μπαμπακένιος s. βαμβακένιος

Βλέπε και: βαμβακένιος

βαμβακένι|ος [vaɱvaˈcɛɲɔs], μπαμπακένι|ος [bambaˈcɛɲɔs] <-α, -ο> ΕΠΊΘ

βαμβακένι|ος [vaɱvaˈcɛɲɔs], μπαμπακένι|ος [bambaˈcɛɲɔs] <-α, -ο> ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский