Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπουρδέλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπουρδέλο [burˈðɛlɔ] SUBST ουδ

1. μπουρδέλο (πορνείο):

μπουρδέλο
Puff αρσ

2. μπουρδέλο μτφ (χώρος):

μπουρδέλο
Chaos ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский