Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ναυτία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ναυτία [nafˈtia] SUBST θηλ, ναυτίασ|η [nafˈtiasi] <-εις> SUBST θηλ

1. ναυτία (στο πλοίο):

ναυτία
Seekrankheit θηλ
παθαίνω ναυτία

2. ναυτία μτφ (αναγούλα):

ναυτία
Übelkeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ναυτία

παθαίνω ναυτία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский