Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νησιώτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νησιώτης (νησιώτισσα) [niˈsçɔtis] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

νησιώτης (νησιώτισσα)
Inselbewohner(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский